βουρκώνω

βουρκώνω
και βουλκώνω (Μ βουρκώνω και βουλκώνω) [βούρκος, βούλκος]
Ι. 1. (για τα μάτια) γίνομαι θολός από τα δάκρυα
2. θλίβομαι, λυπάμαι
II. βουρκώνομαι
νεοελλ.
1. θολώνομαι, ταράζομαι
2. εξοργίζομαι, αγανακτώ
III. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) βουρκωμένος, -η, -ο
μσν.- νεοελλ.
θυμωμένος
νεοελλ.
1. θολός, ακάθαρτος
2. σκοτεινός
3. ασαφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουρκώνω — βουρκώνω, βούρκωσα, βουρκωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βουρκώνω — ωσα, βουρκωμένος 1. μεταβάλλομαι σε βούρκο, θολώνω: Τα ποτάμια βούρκωσαν από τη λάσπη που κατέβασε το νερό της βροχής. 2. σκοτεινιάζω: Ο καιρός βούρκωσε. 3. μτφ., είμαι έτοιμος να δακρύσω, να κλάψω: Τα μάτια του βούρκωσαν από το παράπονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβούρκωτος — η, ο 1. (για νερό) αθόλωτος, καθαρός 2. (για μάτια) αδάκρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουρκώνω < βούρκος] …   Dictionary of Greek

  • βούρκωμα — το [βουρκώνω] 1. η ρύπανση με βούρκο ή λάσπη 2. η θόλωση του νερού 3. η θόλωση του ουρανού 4. η θόλωση των ματιών …   Dictionary of Greek

  • δειλιώ — (AM δειλιῶ, άω) [δειλία] κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῑς πολεμίοις») μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”